αδικος

αδικος
    ἄδικος
    ἄ-δῐκος
    2
    1) несправедливый, неправильно поступающий
    

(ἔς τινα Her., тж. πρός и περί τινα Xen., Plat.)

    περιπίπτειν ἀδίκοισι γνώμῃσι Her. — быть жертвой несправедливых приговоров;
    ἄδικα ἐργα Her. и χεῖρες ἄδικοι Xen. — обиды, насилия;
    ἄρχειν χειρῶν ἀδίκων Xen., Dem. — прибегать к насилию первым, быть обидчиком

    2) неправедный, неправый, нечестный
    

(φρόνημα Aesch.; φρένες Soph.)

    πλοῦτος ἄ. Isocr. — нечестно нажитое богатство

    3) незаконный
    

(ξυναγωγέ ἀνδρὸς καὴ γυναικός Plat.)

    4) плохой, негодный
    

(οἰκέτης, ἵππος Xen.)

    5) свободный от судебных заседаний, неприсутственный (лат. nefastus)
    

(ἡμέρα Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αδικος" в других словарях:

  • ἄδικος — wrongdoing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • άδικος — η, ο επίρρ. α και αδίκως 1. αυτός που δεν είναι δίκαιος: Ήταν σκληρός και άδικος άνθρωπος. 2. ασεβής, αμαρτωλός: Ο Θεός στέλνει τα καλά του σε δίκαιους και άδικους. 3. μάταιος, ανωφελής: Θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά άδικος κόπος. 4. το ουδ. ως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδικώτερον — ἄδικος wrongdoing masc acc comp sg ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc comp sg ἄδικος wrongdoing adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικωτάτω — ἄδικος wrongdoing masc/neut nom/voc/acc superl dual ἄδικος wrongdoing masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικωτάτων — ἄδικος wrongdoing fem gen superl pl ἄδικος wrongdoing masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικωτέρων — ἄδικος wrongdoing fem gen comp pl ἄδικος wrongdoing masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικώτατα — ἄδικος wrongdoing adverbial superl ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικώτατον — ἄδικος wrongdoing masc acc superl sg ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδίκω — ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδίκως — ἄδικος wrongdoing adverbial ἄδικος wrongdoing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»